- μισθωτοῦ
- μισθωτήςone who pays rentmasc gen sgμισθωτόςhiredmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наимитъ — НАИМИТ|Ъ (14), А с. 1.Нанятый работник: на˫аша наимиты. возити мьртвьцѧ из города. ЛН XIII–XIV, 12 об. (1128); у пюхтино коробѣѧ то в погии у наимита бѣлка ГрБ № 403, XIV; [в монастырях] бра(т)˫а ѥдини празнѹють. а наимиты дѣлають ПНЧ XIV, 197в;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απόλυση — Η νομότυπη απομάκρυνση του εργαζομένου από την εργασία του. Στον ιδιωτικό τομέα, συνίσταται στη μονομερή καταγγελία της σύμβασης εργασίας μεταξύ της επιχείρησης και του μισθωτού, πάντοτε μέσα στα πλαίσια και τις προϋποθέσεις που καθορίζονται… … Dictionary of Greek
διαμαρτυρία — Η έντονη έκφραση αποδοκιμασίας, ανατίθεσης ή παράπονου για ενέργειες ή παλείψεις βλαπτικές. (Νομ.) Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η εκδήλωση ενός ενδιαφερομένου, η οποία οφείλεται συχνά στη δημιουργία ή αλλοίωση μιας έννομης σχέσης, όπως, για… … Dictionary of Greek
λατρεία — Το αίσθημα που ωθεί τον άνθρωπο να αναγνωρίσει την ανωτερότητα ενός άλλου όντος και, κατά συνέπεια, τη δική του κατωτερότητα απέναντι στο ον αυτό, εκφραζόμενη μέσω του σεβασμού. Στο θρησκευτικό πεδίο, η λ. αποτελεί τη βάση κάθε θρησκείας, καθώς η … Dictionary of Greek
μισθωτικός — ή, ό (ΑΜ μισθωτικός, ή, όν) [μισθωτής / μισθωτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μισθωτή ή στη μίσθωση («μισθωτικοί όροι») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ μισθωτική το επάγγελμα που αποφέρει μισθό, το επάγγελμα τού μισθωτού 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
υπεραξία — Η διαφορά μεταξύ της αξίας ενός οικονομικού αγαθού και της αμοιβής της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή του. Κατά τον Μαρξ (που χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά), η κεφαλαιοκρατική οργάνωση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι ο… … Dictionary of Greek
Μαρξ, Καρλ — (Heinrich Karl Marx, Τριρ 1818 – Λονδίνο 1883). Γερμανός φιλόσοφος και οικονομολόγος, εβραϊκής καταγωγής. Υπήρξε συνιδρυτής, με τον Φρίντριχ Ένγκελς, του επιστημονικού σοσιαλισμού και της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας. Σπούδασε νομική, ιστορία … Dictionary of Greek